- Σκύθη
- Σκύθηςrudemasc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σκύθῃ — Σκύθης rude masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίλλος — (5ος αι. μ.Χ.). Βυζαντινός στρατηγός. Καταγόταν από την Ισαυρία της Μικράς Ασίας και στα χρόνια των αυτοκρατόρων Λέοντα A’ (457 474), Λέοντα B’ (474) και Ζήνωνα (474 491) ήταν αρχηγός ισχυρού σώματος μισθοφόρων συμπατριωτών του. Όταν το 476 ο… … Dictionary of Greek
βουδισμός — Φιλοσοφικό και θρησκευτικό σύστημα που δημιουργήθηκε από τον Βούδα (βλ. λ.) τον 6o αι. π.Χ. στην Ινδία. Είναι το πιο αξιοσημείωτο παράδειγμα άθεης θρησκείας, μια και δεν έχει για κέντρο του τη λατρεία θεότητας, αλλά διατυπώνει διδασκαλία για τη… … Dictionary of Greek
ιλλός — (5ος αι. μ.Χ.). Βυζαντινός στρατηγός. Καταγόταν από την Ισαυρία της Μικράς Ασίας και στα χρόνια των αυτοκρατόρων Λέοντα A’ (457 474), Λέοντα B’ (474) και Ζήνωνα (474 491) ήταν αρχηγός ισχυρού σώματος μισθοφόρων συμπατριωτών του. Όταν το 476 ο… … Dictionary of Greek
πιλήσει — Α (κωμική λ., βαρβαρισμός από τον Σκύθη στις Θεσμοφοριάζουσες τού Αριστοφάνη) φιλήσεις … Dictionary of Greek
Αγάθυρσος — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Ηρακλή και της Έχιδνας, αδελφός του Γελωνού και του Σκύθη, που έγινε γενάρχης των Σκυθών. Η Έχιδνα είχε δώσει στον Ηρακλή τους βόες του Γηρυόνη, στην περιοχή που ονομάστηκε αργότερα Σκυθία. Αμφορέας, του αποκαλούμενου … Dictionary of Greek
Αγασικλής — Όνομαιστορικών προσώπων. 1. Α. ή Ηγησικλής, βασιλιάς της Σπάρτης, που διαδέχτηκε τον πατέρα του Αρχίδαμο το 600 ή 590 π.Χ. και έκανε έναν ατυχή πόλεμο με τους Τεγεάτες. Στη συλλογή λακωνικών αποφθεγμάτων, που αποδίδεται στον Πλούταρχο, υπάρχουν… … Dictionary of Greek
Ιησούς Χριστός — Γιος του Θεού, που στάλθηκε στη Γη για να λυτρώσει τους ανθρώπους από το προπατορικό αμάρτημα και να τους δείξει τον δρόμο των ουρανών. Η πρώτη λέξη του ονόματος είναι εβραϊκή και σημαίνει «Ο Γιαχβέ είναι η σωτηρία»· η δεύτερη, ελληνική, σημαίνει … Dictionary of Greek
Κάδμος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Θεωρείται ο ιδρυτής της πόλης των Θηβών. Υπήρξε τυπικό παράδειγμα πνευματικού ήρωα στον οποίο αποδίδονταν, εκτός από τους θεσμούς των Θηβών, εφευρέσεις πανανθρώπινης σημασίας, όπως η γραφή και η μεταλλουργία. Ο μύθος του K … Dictionary of Greek
Μαχαγιάνα — (Mahayana). Ένας από τους δύο σημαντικότερους κλάδους του βουδισμού (Mahayana στα σανσκριτικά σημαίνει Μεγάλο όχημα). Σύμφωνα με την παράδοση, εμφανίστηκε τον 4o αι. π.Χ. προς ανάπτυξη και διεύρυνση των εννοιών και δοξασιών του άλλου βουδιστικού… … Dictionary of Greek